ντρίτος

ντρίτος
-η, -ο (Μ ντρίτος, -η, -ον)
βλ. ντρέτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ντρέτο — και ντρίτος, η, ο (Μ ντρέτος και ντρίτος, η, ον) 1. ευθύς, ίσιος 2. (για πρόσ.) ευθύς στον χαρακτήρα και στους τρόπους, ειλικρινής, τίμιος, ντόμπρος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ντρέτο ευθύτητα, ειλικρίνεια. επίρρ... ντρέτα (Μ) 1. ίσια, στην ίδια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”